- τρέμολο
- το, Ν1. εκτέλεση μουσικού φθόγγου με ταχύτατη επανάληψή του στην ίδια χορδή, αλλ. τρομώδες2. τρέμουλο, τρεμούλιασμα, τρεμούλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tremolo «τρεμουλιαστό» (< λατ. tremulus «τρέμω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρέμολο — το εκτέλεση μουσικού φθόγγου με τρεμουλιαστή επανάληψή του στην ίδια χορδή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρομώδης — ες / τρομώδης, ῶδες, ΝΑ [τρόμος] αυτός που εμφανίζει ταχεία παλμική κίνηση, τρεμουλιαστός (α. «τρομώδης φωνή» β. «τρομώδεες... χεῑρες», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το τρομώδες μουσ. όρος που παλαιότερα ήταν σε χρήση ως συνώνυμο τού… … Dictionary of Greek